μαιήιος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
(23)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαιήϊος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μαιευτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γαι</i>-[[ήιος]], <i>γενεθλ</i>-[[ήιος]])].
|mltxt=[[μαιήϊος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μαιευτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. <i>γαι</i>-[[ήιος]], <i>γενεθλ</i>-[[ήιος]])].
}}
}}

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μαιήιος: -ον, = μαιευτικός, Νόνν. Δ. 9. 167.

Greek Monolingual

μαιήϊος, -ον (Α)
1. μαιευτικός
2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -ήϊος (πρβλ. γαι-ήιος, γενεθλ-ήιος)].