αίρα: Difference between revisions

19 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[αἶρα]])<br />(Ν και <i>είρα</i>, <i>ήρα</i>, <i>αέρα</i>, <i>γαίρα</i>) [[ζιζάνιο]] τών σιτηρών<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[καρπός]] της αίρας, [[μεθυστικός]] και [[δηλητηριώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. <i>erak</i><i>ā</i>, [[είδος]] χόρτου, [[οπότε]] και οι δύο λέξεις αποτελούν πιθ. δάνεια από κάποια ανατολική [[γλώσσα]]. Ο τ. <i>είρα</i> προήλθε από αναλογική [[επίδραση]] της λ. [[ψείρα]], που [[είναι]] [[επίσης]] [[παράσιτο]] τών σιτηρών. Γι' αυτό, [[κατά]] τον Φάβη, ο τ. ορθογραφείται με -<i>ει</i>- και όχι με -<i>ι</i>-, ως <i>ίρα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰρικός]] (<i>αἰρολογῶ</i>)<br /><b>μσν.</b><br /><i>αἴρινός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιριάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (<b>αρχ. μσν.</b>) [[αἰρόπινον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιροκόσκινο]], [[αιρόσιτα]]].———————— <b>(II)</b><br />[[αἶρα]], η (Α)<br />[[σφυρί]] (του σιδηρουργού) και, [[κατά]] τον Ησύχιο, [[αξίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με το [[ἀείρω]], [[αἴρω]], που όμως δεν [[είναι]] εύκολο να αποδειχθεί].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[αἶρα]])<br />(Ν και <i>είρα</i>, <i>ήρα</i>, <i>αέρα</i>, <i>γαίρα</i>) [[ζιζάνιο]] τών σιτηρών<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[καρπός]] της αίρας, [[μεθυστικός]] και [[δηλητηριώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. <i>erak</i><i>ā</i>, [[είδος]] χόρτου, [[οπότε]] και οι δύο λέξεις αποτελούν πιθ. δάνεια από κάποια ανατολική [[γλώσσα]]. Ο τ. <i>είρα</i> προήλθε από αναλογική [[επίδραση]] της λ. [[ψείρα]], που [[είναι]] [[επίσης]] [[παράσιτο]] τών σιτηρών. Γι' αυτό, [[κατά]] τον Φάβη, ο τ. ορθογραφείται με -<i>ει</i>- και όχι με -<i>ι</i>-, ως <i>ίρα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰρικός]] (<i>αἰρολογῶ</i>)<br /><b>μσν.</b><br /><i>αἴρινός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιριάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (<b>αρχ. μσν.</b>) [[αἰρόπινον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιροκόσκινο]], [[αιρόσιτα]]].<br /><b>(II)</b><br />[[αἶρα]], η (Α)<br />[[σφυρί]] (του σιδηρουργού) και, [[κατά]] τον Ησύχιο, [[αξίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με το [[ἀείρω]], [[αἴρω]], που όμως δεν [[είναι]] εύκολο να αποδειχθεί].
}}
}}