αίρα

Greek Monolingual

(I)
η (Α αἶρα)
(Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών
νεοελλ.
ο καρπός της αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν πιθ. δάνεια από κάποια ανατολική γλώσσα. Ο τ. είρα προήλθε από αναλογική επίδραση της λ. ψείρα, που είναι επίσης παράσιτο τών σιτηρών. Γι' αυτό, κατά τον Φάβη, ο τ. ορθογραφείται με -ει- και όχι με -ι-, ως ίρα.
ΠΑΡ. αρχ. αἰρικός (αἰρολογῶ)
μσν.
αἴρινός
νεοελλ.
αιριάρης.
ΣΥΝΘ. (αρχ. μσν.) αἰρόπινον
νεοελλ.
αιροκόσκινο, αιρόσιτα].
(II)
αἶρα, η (Α)
σφυρί (του σιδηρουργού) και, κατά τον Ησύχιο, αξίνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αγνωστης ετυμολ. πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἀείρω, αἴρω, που όμως δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί].