άκοιλος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκοιλος]], -ον (Α) [[κοῑλος]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[κοίλος]], [[κούφιος]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο [[κοιλιά]]<br />αυτός που δεν έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκοιλος]], -ον (Α) [[κοῑλος]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[κοίλος]], [[κούφιος]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[κοιλιά]]<br />αυτός που δεν έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]].
}}
}}

Revision as of 13:02, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄκοιλος, -ον (Α) κοῑλος
αυτός που δεν είναι κοίλος, κούφιος.
(II)
-η, -ο κοιλιά
αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά.