κοιλιά
Greek Monolingual
και κοιλία, η (AM κοιλία, Α ιων. τ. κοιλίη, Μ και κοιλία)
1. η περιοχή του ανθρώπινου σώματος που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον θώρακα και στη λεκάνη και περικλείει τα σπλάγχνα, αλλ. γαστέρα («ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην, οὔτε ἀναταμόντες αὐτὸν οὔτε ἐξελόντες τήν νηδύν», Ηρόδ.)
2. το στομάχι ή τα έντερα (α. «πρέπει να γεμίσω την κοιλιά μου για να μπορέσω να δουλέψω» β. «οὐ πλύνειν ἑᾶς τὰς κοιλίας πωλεῖν τε τοὺς ἀλλᾱντας», Αριστοφ.)
3. ονομασία διαφόρων κοιλοτήτων τών οργάνων του σώματος, όπως τών πνευμόνων, της καρδιάς, του εγκεφάλου κ.ά. (α. «κοιλίες της καρδιάς» — οι δύο κοιλότητες της καρδιάς στις οποίες συγκεντρώνεται το αίμα που προέρχεται από τους κόλπους και το οποίο εξωθείται κατά την καρδιακή συστολή από μεν τη δεξιά προς τους πνεύμονες από δε την αριστερή προς τις αρτηρίες του σώματος
β. «κοιλίες του εγκεφάλου» — κοιλότητες που βρίσκονται στο κέντρο τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων, του διάμεσου εγκεφάλου και του έσχατου εγκεφάλου
γ. «κοιλίες του λάρυγγα» — δύο κολπώματα της λαρυγγικής κοιλότητας
δ. «κοιλίαι αἱ τὸ πνεῦμα δεχόμενοι καὶ προπέμπουσαι», Ιπποκρ.)
4. η μήτρα (α. «εννιά μήνες σέ είχα στην κοιλιά μου» β. «ευλογημένος ο καρπός τῆς κοιλίας σου», ΚΔ)
νεοελλ.
1. το πρόσθιο τοίχωμα της γαστέρας («ο ομφαλός βρίσκεται στο κέντρο της κοιλιάς»)
2. κύρτωμα προς τα μέσα, ή εξόγκωμα ή προεξοχή (α. «έκανε κοιλιά ο τοίχος» β. «η κοιλιά του κανατιού»)
3. ζωολ. α) (στα σπονδυλόζωα) το τμήμα του κορμού που βρίσκεται μεταξύ του στήθους και της λεκάνης και προς το μέρος του εδάφους ή του βυθού
β) (στα αρθρόποδα) το οπίσθιο μέρος του σώματος, που περιέχει τα αναπαραγωγικά όργανα και το πίσω τμήμα του πεπτικού συστήματος
4. φυσ. τα σημεία ενός στάσιμου κύματος στο οποίο αντιστοιχεί μέγιστο πλάτος («κοιλία παλλόμενης χορδής»)
3. φρ. α) «κάνω κοιλιά»
i) γίνομαι κοιλαράς
ii) χάνω προς στιγμή την αποδοτικότητά μου, αποδιοργανώνομαι, χαλαρώνω
β) «πρέπει να έχεις μεγάλη κοιλιά» — πρέπει να είσαι υπομονετικός στην ενοχλητικότητα τών άλλων
γ) «έπεσε με την κοιλιά» — έπεσε μπρούμυτα
δ) (για επίτοκη γυναίκα) «είναι με την κοιλιά στο στόμα» — κοντεύει να γεννήσει
ε) «η ζωή του αρχίζει με την κοιλιά του και τελειώνει με την κοιλιά του» — έχει συνεχώς το μυαλό του στο φαγητό, είναι κοιλιόδουλος
4. παροιμ. α) «που δεν κουράσει γόνατα κοιλιά δεν θεραπεύει» — αυτός που αποφεύγει την κούραση μένει νηστικός
β) «η κοιλιά παραθύρια δεν έχει» — δεν μπορεί να γνωρίζει ο ένας τί τρώει ο άλλος
γ) «του παιδιού η κοιλιά κοφίνι και τρελός οπού του δίνει» — τα παιδιά τρώνε συνεχώς εφόσον βρίσκουν φαγητό
μσν.
1. σωθικά, ψυχή
2. (για πλοίο) τα ύφαλα
μσν.-αρχ.
φρ. «κοιλία Ἅδου» — ο κάτω κόσμος
αρχ.
1. ο θώρακας («τὰ κατὰ κοιλίαν νουσήματα» — τα νοσήματα της. θωρακικής κοιλότητας, Ιπποκρ.)
2. κοίλωμα οστού
3. κάθε κοιλότητα της γης
4. στον πληθ. αἱ κοιλίαι
α) τα περιττώματα, τα κόπρανα
β) υποθετικές κοιλότητες τών μυών
5. φρ. α) «κοιλίαν σκληρὰν ἔχω» — είμαι δυσκοίλιος
β) «κατά κοιλίαν νοσῶ» — μέ πονά η κοιλιακή χώρα
γ) «τήν κοιλίαν λύω» — προκαλώ κένωση του εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος. Η λ. δήλωνε αρχικά κάθε κοιλότητα του σώματος, τελικά δε κατέληξε να σημαίνει κυρίως την κοιλότητα τών σπλάγχνων, την κοιλιά.
ΠΑΡ. κοιλιακός
αρχ.
κοιλίδιον, κοιλιτική
μσν.- νεοελλ.
κοιλιάρης, κοιλούλα
νεοελλ.
κοιλαράς, κοιλάτος, κοιλιάζω, κοιλιαίος, κοιλίτσα.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κοιλιόδεσμος, κοιλιόδουλος
αρχ.
κοιλήπατα, κοιλιαλγώ, κοιλιοδαίμων, κοιλιολάτρης, κοιλιολυσία, κοιλιολυτώ, κοιλιοπώλης, κοιλιοστροφία, κοιλιοφορώ, κοιλιοφορώς
αρχ.-μσν.
κοιλιομανία
μσν.
κοιλέντερα, κοιλιολυτώ, κοιλιολυτικός, κοιλιοπονώ, κοιλιοπρήστης, κοιλιόσυρτος, κοιλιοχορδοφάσα
μσν.- νεοελλ.
κοιλιοδουλεία
νεοελλ.
κοιλάρφανος, κοιλεντερωτά, κοιλιάδελφοι, κοιλιαλγία, κοιλιογραφία, κοιλιοκάκη, κοιλιοκήλη, κοιλιοπτωσία, κοιλιοσκοπία, κοιλιοτομία, κοιλοπόνημα, κοιλοπάνια (τα), κοιλόπονος, κοιλοπονώ. (Β συνθετικό) πρόκοιλος
αρχ.
μεγαλόκοιλος, υδρόκοιλος
νεοελλ.
πονόκοιλος].