αμέθυστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἀμέθυστος]], -ον] [[μεθύω]]<br />αυτός που δεν μέθυσε, δεν [[είναι]] μεθυσμένος, [[ξεμέθυστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αντιδρά στο [[πιοτό]], που δεν μπορεί να μεθύσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. η το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[ἀμέθυστος]] και <i>το ἀμέθυστον</i><br />[[φάρμακο]] [[κατά]] της μέθης<br /><b>2.</b> [[ἀμέθυστος]], η<br /><b>βλ.</b> [[ἀμέθυστος]], <i>ο</i> <b>(Ορυκτ.)</b>.———————— <b>(II)</b><br />ο <b>(Ορυκτ.)</b><br />ημιπολύτιμη [[ποικιλία]] του χαλαζία (SiO<sub>2</sub>) με [[χρώμα]] μωβ έως βιολετί, η οποία χρησιμοποιείται ως [[κόσμημα]] ή ως διακοσμητικό υλικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ἀμέθυστος]], με [[χρήση]] ουσ. Η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. [[ορολογία]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>amethyst</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἀμέθυστος]], -ον] [[μεθύω]]<br />αυτός που δεν μέθυσε, δεν [[είναι]] μεθυσμένος, [[ξεμέθυστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αντιδρά στο [[πιοτό]], που δεν μπορεί να μεθύσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. η το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[ἀμέθυστος]] και <i>το ἀμέθυστον</i><br />[[φάρμακο]] [[κατά]] της μέθης<br /><b>2.</b> [[ἀμέθυστος]], η<br /><b>βλ.</b> [[ἀμέθυστος]], <i>ο</i> <b>(Ορυκτ.)</b>.———————— <b>(II)</b><br />ο <b>(Ορυκτ.)</b><br />ημιπολύτιμη [[ποικιλία]] του χαλαζία (SiO<sub>2</sub>) με [[χρώμα]] μωβ έως βιολετί, η οποία χρησιμοποιείται ως [[κόσμημα]] ή ως διακοσμητικό υλικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ἀμέθυστος]], με [[χρήση]] ουσ. Η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. [[ορολογία]], πρβλ. αγγλ. <i>amethyst</i>].
}}
}}