ἀμφαφάω: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφαφάω]] και -ομαι (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ψαύω]], [[ψηλαφώ]], [[αγγίζω]]<br /><b>2.</b> [[πιάνω]], [[παίρνω]] στα χέρια μου<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> επικ. ρ. [[ἁφάω]] «[[ψηλαφώ]]»].
|mltxt=[[ἀμφαφάω]] και -ομαι (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ψαύω]], [[ψηλαφώ]], [[αγγίζω]]<br /><b>2.</b> [[πιάνω]], [[παίρνω]] στα χέρια μου<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> επικ. ρ. [[ἁφάω]] «[[ψηλαφώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφαφάω:''' Επικ. μτχ. [[ἀμφαφόων]], <i>-όωσα</i>, παρατ. <i>ἀμφαφαίασκον</i> — Μέσ. Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφαφόωντο]], απαρ. [[ἀμφαφάασθαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ακουμπώ]] ή [[ψηλαφίζω]] [[ολόγυρα]], [[χειρίζομαι]], σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]], ευκολότερος ως προς το χειρισμό ή τη [[λειτουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}