Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφαφάω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφαφάω:''' Επικ. μτχ. [[ἀμφαφόων]], <i>-όωσα</i>, παρατ. <i>ἀμφαφαίασκον</i> — Μέσ. Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφαφόωντο]], απαρ. [[ἀμφαφάασθαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ακουμπώ]] ή [[ψηλαφίζω]] [[ολόγυρα]], [[χειρίζομαι]], σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]], ευκολότερος ως προς το χειρισμό ή τη [[λειτουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμφαφάω:''' Επικ. μτχ. [[ἀμφαφόων]], <i>-όωσα</i>, παρατ. <i>ἀμφαφαίασκον</i> — Μέσ. Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφαφόωντο]], απαρ. [[ἀμφαφάασθαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ακουμπώ]] ή [[ψηλαφίζω]] [[ολόγυρα]], [[χειρίζομαι]], σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]], ευκολότερος ως προς το χειρισμό ή τη [[λειτουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφᾰφάω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> ощупывать ([[χερσί]] τινα и τι Hom.): μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]] Hom. мягче на ощупь;<br /><b class="num">2)</b> управлять, обращаться (с чем-л.): [[τόξον]] [[ἀμφαφάασθαι]] Hom. владеть луком.
}}
}}