3,241,252
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφαφάω:''' Επικ. μτχ. [[ἀμφαφόων]], <i>-όωσα</i>, παρατ. <i>ἀμφαφαίασκον</i> — Μέσ. Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφαφόωντο]], απαρ. [[ἀμφαφάασθαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ακουμπώ]] ή [[ψηλαφίζω]] [[ολόγυρα]], [[χειρίζομαι]], σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]], ευκολότερος ως προς το χειρισμό ή τη [[λειτουργία]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀμφαφάω:''' Επικ. μτχ. [[ἀμφαφόων]], <i>-όωσα</i>, παρατ. <i>ἀμφαφαίασκον</i> — Μέσ. Επικ. γʹ πληθ. [[ἀμφαφόωντο]], απαρ. [[ἀμφαφάασθαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ακουμπώ]] ή [[ψηλαφίζω]] [[ολόγυρα]], [[χειρίζομαι]], σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]], ευκολότερος ως προς το χειρισμό ή τη [[λειτουργία]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφᾰφάω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> ощупывать ([[χερσί]] τινα и τι Hom.): μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]] Hom. мягче на ощупь;<br /><b class="num">2)</b> управлять, обращаться (с чем-л.): [[τόξον]] [[ἀμφαφάασθαι]] Hom. владеть луком. | |||
}} | }} |