ἀντικόπτω: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντικόπτω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αντικόβω]].
|mltxt=[[ἀντικόπτω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αντικόβω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αντικρούω]], [[απωθώ]], [[ανθίσταμαι]], [[εμποδίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἤν τι ἀντικόψῃ</i>, εάν παρουσιασθεί κανένα [[εμπόδιο]], στον ίδ.
}}
}}