Anonymous

ἀντικόπτω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αντικρούω]], [[απωθώ]], [[ανθίσταμαι]], [[εμποδίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἤν τι ἀντικόψῃ</i>, εάν παρουσιασθεί κανένα [[εμπόδιο]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντικόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αντικρούω]], [[απωθώ]], [[ανθίσταμαι]], [[εμποδίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἤν τι ἀντικόψῃ</i>, εάν παρουσιασθεί κανένα [[εμπόδιο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικόπτω:''' <b class="num">1)</b> толкать назад, отбивать, отражать, противодействовать (ὁ ἐντὸς θερμὸς ἀντικόπτων Arst.): ἀ. ἀλλήλοις Arst. сталкиваться друг с другом;<br /><b class="num">2)</b> препятствовать, мешать (εἴ τι ἀντικόψῃ Xen.);<br /><b class="num">3)</b> перебивать, мешать (ἀντέκοπτε λέγων Xen.; οἱ ἀντικόπτοντες, οὔτ᾽ ἀκούοντες Plut.).
}}
}}