ἀντιπίπτω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιπίπτω]] (AM)<br />επιτίθεμαι για να αμυνθώ, [[ανθίσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσαρμόζω]] δύο πράγματα ακριβώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]], το [[αντικρούω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] διαφορετική [[κατεύθυνση]]<br /><b>4.</b> (για περιστάσεις) [[είμαι]] [[δυσμενής]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ ἀντιπῑπτον</i><br />α) η [[αντίρρηση]]<br />β) το [[εμπόδιο]].
|mltxt=[[ἀντιπίπτω]] (AM)<br />επιτίθεμαι για να αμυνθώ, [[ανθίσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσαρμόζω]] δύο πράγματα ακριβώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]], το [[αντικρούω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] διαφορετική [[κατεύθυνση]]<br /><b>4.</b> (για περιστάσεις) [[είμαι]] [[δυσμενής]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ ἀντιπῑπτον</i><br />α) η [[αντίρρηση]]<br />β) το [[εμπόδιο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], [[στέκομαι]] [[έναντι]], [[αντιστέκομαι]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}