Anonymous

ἀντιπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], [[στέκομαι]] [[έναντι]], [[αντιστέκομαι]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀντιπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], [[στέκομαι]] [[έναντι]], [[αντιστέκομαι]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπίπτω:''' (fut. ἀντιπεσοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> наталкиваться (на препятствие) (τὰ φερόμενα [[ὅταν]] ἀντιπέσῆ Arst.; τοῖς πολεμίοις и πρὸς τοὺς πολεμίους Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> служить препятствием, противиться (τινί Polyb.): τῆς τύχης ἀντιπιπτούσης Polyb. если судьба сложится неблагоприятно; τὸ ἀντιπῖπτον Arst. препятствие; μηδὲν ἀντιπίπτει παρὰ τῶν ἱστορικῶν τοῖς τραγικοῖς Plut. (в этом вопросе) нет противоречия между историками и трагиками.
}}
}}