ἀπαναλίσκω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαναλίσκω]] (Α)<br />[[καταναλώνω]] [[τελείως]] [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀπαναλίσκω]] (Α)<br />[[καταναλώνω]] [[τελείως]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-αναλώσω</i>· παρακ. <i>ἀπανάλωκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>-αναλώθην</i>· [[καταδαπανώ]], [[καταναλώνω]] ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
}}
}}