Anonymous

ἀπαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-αναλώσω</i>· παρακ. <i>ἀπανάλωκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>-αναλώθην</i>· [[καταδαπανώ]], [[καταναλώνω]] ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-αναλώσω</i>· παρακ. <i>ἀπανάλωκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>-αναλώθην</i>· [[καταδαπανώ]], [[καταναλώνω]] ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπανᾱλίσκω:''' <b class="num">1)</b> расходовать, тратить (τι Thuc.): ἀπαναλῶναι ἔς τι Thuc. и πρός τι Diod. быть израсходованным на что-л.;<br /><b class="num">2)</b> терять: τὰ ἀπαναλισκόμενα Thuc. потери, урон; τοσοῦτον ἀπανῆλωσε τοῦ δήμου [[μέρος]] Plut. вот какая часть населения погибла.
}}
}}