ἀριστεύω: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀριστεύω]]) [[άριστος]]<br />[[είμαι]] ο [[άριστος]], [[πρωτεύω]], [[επικρατώ]] σε [[κάτι]] σε [[σύγκριση]] με τους άλλους («αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παίρνω]] τον βαθμό <i>άριστα</i> σε εξετάσεις.
|mltxt=(AM [[ἀριστεύω]]) [[άριστος]]<br />[[είμαι]] ο [[άριστος]], [[πρωτεύω]], [[επικρατώ]] σε [[κάτι]] σε [[σύγκριση]] με τους άλλους («αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παίρνω]] τον βαθμό <i>άριστα</i> σε εξετάσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι ο [[καλύτερος]] ή ο γενναιότερος, σε Όμηρ.· [[κερδίζω]] [[αριστείο]] ανδρείας, [[κερδίζω]] την υψηλότερη [[διάκριση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἀριστεύεσκε]] Τρώων ἁπάντων, στο ίδ.· [[ἀριστεύω]] τι, είμαι ο [[καλύτερος]] σε [[κάτι]], σε Θεόκρ.
}}
}}