διαφροντίζω: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφροντίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[φροντίζω]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]] («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῑον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ [[πατέρα]] ὡς υἱῶν», <b>Αριστοτ.</b> <i>Πολιτεία</i>).
|mltxt=[[διαφροντίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[φροντίζω]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]] («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῑον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ [[πατέρα]] ὡς υἱῶν», <b>Αριστοτ.</b> <i>Πολιτεία</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''διαφροντίζω:''' иметь попечение, заботиться (τὴν οἰκειότητα Arst.).
}}
}}