διαφροντίζω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
A meditate on, consider, τι Hp.Aër.1; δ. δρᾶμα compose, Ael.VH2.21: abs., meditate, Epicr.11.22.
2 c. gen., take care of, pay regard to, Arist.Pol.1262b20.
Spanish (DGE)
1 examinar, considerar, tomar en consideración c. ac. τὴν θέσιν αὐτῆς (τῆς πόλεως) Hp.Aër.1, c. gen. υἱῶν Arist.Pol.1262b20
•abs. reflexionar χρόνον οὐκ ὀλίγον διεφρόντιζον Epicr.10.22.
2 idear, componer τὸ δρᾶμα Ael.VH 2.21.
German (Pape)
[Seite 612] genau erwägen, durchdenken; Hippocr.; τινός, Arist. Polit. 2, 4; absol., Epicrat. Ath. II, 54 (v. 22); aussinnen, δρᾶμα Ael. V. H. 2, 21.
French (Bailly abrégé)
méditer sur, acc..
Étymologie: διά, φροντίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαφροντίζω: иметь попечение, заботиться (τὴν οἰκειότητα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διαφροντίζω: σκέπτομαι, μελετῶ τι, ἀκριβῶς ἐξετάζω, τι Ἱππ. Ἀέρ. 280· δ. δρᾶμα, συνθέτω, Λατ. meditari, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 2. 21·- ἀπολ., μελετῶ, σκέπτομαι, Ἐπικρ. Ἀδήλ. 1. 22. 2) μετὰ γεν., φροντίζω περὶ τινος, προσέχω τι, φυλάττω, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 8.
Greek Monolingual
διαφροντίζω (Α)
1. σκέπτομαι, μελετώ κάτι
2. γεν. φροντίζω, προσέχω, φυλάσσω («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῖον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ πατέρα ὡς υἱῶν», Αριστοτ. Πολιτεία).