δυσαυξής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
(9) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσαυξής]], -ές και δυσαύξητος, -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αυξάνεται. | |mltxt=[[δυσαυξής]], -ές και δυσαύξητος, -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αυξάνεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαυξής:''' с трудом, т. е. медленно растущий (κέρατα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A hardly or slowly growing, Arist.Aud.802a25, Thphr.CP1.8.4, J.AJ3.1.3:— also δῠσ-αύξητος, ον, Thphr.CP1.8.2.
German (Pape)
[Seite 676] ές, schwer wachsend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαυξής: -ές, ὁ δυσκόλως ἢ βραδέως αὐξανόμενος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 33· δάση καὶ πεύκη καὶ ἐλαία δυσαυξῆ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 8, 4· οὕτω δυσαύξητος, ον, αὐτόθι 1. 8, 2.
Spanish (DGE)
-ές
que crece poco o lentamente κέρατα Arist.Aud.802a25, de plantas, Thphr.CP 1.8.4, 4.12.10, HP 3.6.1, I.AI 3.9.
Greek Monolingual
δυσαυξής, -ές και δυσαύξητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αυξάνεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσαυξής: с трудом, т. е. медленно растущий (κέρατα Arst.).