ἐγκάρσιος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγκάρσιος]], -α, -ον<br />Α και [[ἐγκάρσιος]], -ον)<br />[[πλάγιος]], [[λοξός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κόβει σε [[μήκος]] ή [[πλάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[επικάρσιος]]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγκάρσιος]], -α, -ον<br />Α και [[ἐγκάρσιος]], -ον)<br />[[πλάγιος]], [[λοξός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κόβει σε [[μήκος]] ή [[πλάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[επικάρσιος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκάρσιος:''' -α, -ον (βλ. ἐπι-[[κάρσιος]]), [[πλάγιος]], [[λοξός]], σε Θουκ.
}}
}}