ἐγκάρσιος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
α, ον (ος, ον Gal.UP5.12 codd.), athwart, oblique, Th. 2.76, 6.99, Ach.Tat.3.2, Hld.3.2; of the ecliptic, Arist.Mu.392a12 (v.l. ἐγκαρσίως).
Spanish (DGE)
-α, -ον
I transversal gener. en sentido oblicuo de un muro c. respecto a otro, Th.6.99, 7.4, ὁ ζῳοφόρος ... κύκλος ἐ. διὰ τῶν τροπικῶν διέζωσται el círculo del zodíaco rodea (el cielo) oblicuo a los trópicos Arist.Mu.392a12
•de costado, de través, hacia un lado τὸν αὐχένα ἐγκάρσιον πλαγιάζων Ph.1.377, τὰ ἐγκάρσια τῶν κυμάτων las olas que venían de costado Ach.Tat.3.2.6, ἐμβολαί Philostr.Her.77.16, (κόραι) ἐγκάρσιον ἀλλήλων εἴχοντο se cogían de la mano las unas a las otras avanzando de lado Hld.3.2.2
•tb. en sentido perpendicular ἀνελκύσαντες ἐγκαρσίας (sc. δοκούς), Th.2.76, cf. Polyaen.6.17, ref. los brazos de la cruz, Gr.Nyss.Eun.3.3.40.
II adv. ἐγκαρσίως
1 oblicuamente ποιεῖσθαι τὴν κίνησιν ... ἐ. del movimiento de los astros, op. ἐπ' εὐθείας (sc. γραμμῆς) Didym.Gen.74.17.
2 transversalmente, perpendicularmente σύνδεσμοι ... περιβεβλημένοι ἐ. Gal.2.245, (ἡ ... γραμμή) ἡ δὲ ἐ. ἀγομένη en la representación de la cruz, Gr.Nyss.Res.302.17.
• Etimología: Comp. de ἐν y el grado cero de la r. de κείρω, q.u., cf. ἐπικάρσιος.
German (Pape)
[Seite 705] α, ον, schief, schräg; ὁδός Her. 1. 180; τεῖχος Thuc. 6, 99; δοκοί 2, 76; κύκλος, die Ekliptik, Arist. mund. 2; τάφρος Polyaen. 6, 17; übertr., ἀποδείξεις Plut. Symp. 2, 1, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
oblique.
Étymologie: ἐν, κάρ¹.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκάρσιος:
1 поперечный (ὁδός Her.; τεῖχος Thuc.);
2 косой, наклонный (ὁ ζῳοφόρος κύκλος Arst.);
3 косвенный, непрямой (ἀποδείξεις ἐγκάρσιαι καὶ οὐ βέβαιοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάρσιος: -α, -ον, πλάγιος, λοξός, Λατ. transversus, Θουκ. 2. 76., 6. 99· ἐπὶ τῆς ἐλλειπτικῆς, Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7. ― Ἐπίρρ. -ως, Ἐκκλ.· ἴδε τὴν λέξιν ἐπικάρσιος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγκάρσιος, -α, -ον
Α και ἐγκάρσιος, -ον)
πλάγιος, λοξός
νεοελλ.
αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος].
Greek Monotonic
ἐγκάρσιος: -α, -ον (βλ. ἐπικάρσιος), πλάγιος, λοξός, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐπικάρσιος.
Middle Liddell
ἐγ-κάρσιος, η, ον [v. ἐπικάρσιος
athwart, oblique, Thuc.
Frisk Etymology German
ἐγκάρσιος: {egkársios}
See also: s. ἐπικάρσιος.
Page 1,438
English (Woodhouse)
oblique, at right angles, transverse at right angles
Mantoulidis Etymological
(=πλάγιος, λοξός, σταυρωτός). Ἀπό τό ἐν + κάρσιος. Τό κάρσιος Ἀπό ρίζα καρ- τοῦ κάρα.
Lexicon Thucydideum
ad perpendiculum directus, plumb straight, de duabus lineis, concerning two linesquarum capita anguli formam efficiunt, whose ends form an angle 2.76.4, [vulgo commonly ἐγκαρσίως], 6.99.3,
similiter similarly 7.4.1
et and 7.7.1. [ἐγκαρσίως, vid see ἐγκάρσιος.]