ἕδρα: Difference between revisions

1,839 bytes added ,  30 December 2018
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἕδρα]]<br />Α και [[ἕδρη]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] διαμονής, [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό [[κατάστημα]] («[[έδρα]] κοινότητας»)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> το [[μέρος]] όπου τοποθετείται [[πάθος]] ή φυσιολογική [[ενέργεια]] («[[έδρα]] τών αντανακλαστικών κινήσεων»)<br /><b>4.</b> τα οπίσθια, η [[πυγή]], ο [[πρωκτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθισμα]] [[πάνω]] σε [[βάθρο]] [[συνήθως]] με [[γραφείο]]<br />(«[[έδρα]] καθηγητή, δασκάλου»)<br /><b>2.</b> [[θέση]], [[αξίωμα]] καθηγητή ανώτερης σχολής ή ακαδημίας («[[έδρα]] αρχαιολογίας»)<br /><b>μσν.</b><br />(για φυτά) [[ρίζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου κάθεται [[κανείς]], [[κάθισμα]], [[καρέκλα]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] καθισμάτων<br /><b>3.</b> τιμητικό [[κάθισμα]], [[πρωτοκαθεδρία]]<br /><b>4.</b> [[κάθισμα]], [[θρόνος]]<br /><b>5.</b> [[εξουσία]], [[αρχή]]<br /><b>6.</b> [[ναός]], [[ιερό]]<br /><b>7.</b> [[μέρος]], [[τόπος]] οποιουδήποτε πράγματος<br /><b>8.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]]<br /><b>9.</b> το [[μέρος]] του ουρανού όπου φαίνονται οιωνοί<br /><b>10.</b> η [[στάση]] ικεσίας σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>11.</b> [[κάθισμα]] με [[ησυχία]], καθισιό<br /><b>12.</b> [[αδράνεια]], [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]]<br /><b>13.</b> [[στάση]], [[θέση]]<br /><b>14.</b> [[συνεδρίαση]], [[σύνοδος]] συμβουλίου ή σωματείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>έδ</i>-<i>ρα</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>- «[[καθίζω]], [[θέτω]], [[κάθομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[έζομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>έδ</i>-<i>yομαι</i>) και φέρει [[επίθημα]] -<i>ρᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χώ</i>-<i>ρα</i>). Η λ. [[έδρα]], [[χωρίς]] να συνδέεται με αντίστοιχους τύπους σε άλλες ΙΕ γλώσσες, [[είναι]] πολύ εύχρηστη, και με τη [[μορφή]] -<i>εδρος</i> απαντά ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>εδρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>εδρος</i>)].
|mltxt=η (AM [[ἕδρα]]<br />Α και [[ἕδρη]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] διαμονής, [[οίκημα]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό [[κατάστημα]] («[[έδρα]] κοινότητας»)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> το [[μέρος]] όπου τοποθετείται [[πάθος]] ή φυσιολογική [[ενέργεια]] («[[έδρα]] τών αντανακλαστικών κινήσεων»)<br /><b>4.</b> τα οπίσθια, η [[πυγή]], ο [[πρωκτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθισμα]] [[πάνω]] σε [[βάθρο]] [[συνήθως]] με [[γραφείο]]<br />(«[[έδρα]] καθηγητή, δασκάλου»)<br /><b>2.</b> [[θέση]], [[αξίωμα]] καθηγητή ανώτερης σχολής ή ακαδημίας («[[έδρα]] αρχαιολογίας»)<br /><b>μσν.</b><br />(για φυτά) [[ρίζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου κάθεται [[κανείς]], [[κάθισμα]], [[καρέκλα]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] καθισμάτων<br /><b>3.</b> τιμητικό [[κάθισμα]], [[πρωτοκαθεδρία]]<br /><b>4.</b> [[κάθισμα]], [[θρόνος]]<br /><b>5.</b> [[εξουσία]], [[αρχή]]<br /><b>6.</b> [[ναός]], [[ιερό]]<br /><b>7.</b> [[μέρος]], [[τόπος]] οποιουδήποτε πράγματος<br /><b>8.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]]<br /><b>9.</b> το [[μέρος]] του ουρανού όπου φαίνονται οιωνοί<br /><b>10.</b> η [[στάση]] ικεσίας σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>11.</b> [[κάθισμα]] με [[ησυχία]], καθισιό<br /><b>12.</b> [[αδράνεια]], [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]]<br /><b>13.</b> [[στάση]], [[θέση]]<br /><b>14.</b> [[συνεδρίαση]], [[σύνοδος]] συμβουλίου ή σωματείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>έδ</i>-<i>ρα</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sed</i>- «[[καθίζω]], [[θέτω]], [[κάθομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[έζομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>έδ</i>-<i>yομαι</i>) και φέρει [[επίθημα]] -<i>ρᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χώ</i>-<i>ρα</i>). Η λ. [[έδρα]], [[χωρίς]] να συνδέεται με αντίστοιχους τύπους σε άλλες ΙΕ γλώσσες, [[είναι]] πολύ εύχρηστη, και με τη [[μορφή]] -<i>εδρος</i> απαντά ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>εδρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>εδρος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕδρα:''' Επικ. και Ιων. [[ἕδρη]], ἡ, ([[ἕδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] που κάθεται [[κάποιος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[έδρα]], [[θρόνος]], [[κάθισμα]], σε Όμηρ.· τιμητική [[θέση]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[οικητήριο]] θεών, [[ιερό]], [[ναός]], σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> το [[μέρος]] ή ο [[τόπος]] [[κάθε]] πράγματος, σε Ηρόδ.· <i>ἐξ ἕδρας</i>, έξω από τη σωστή του [[θέση]], σε Ευρ.· [[θεμέλιο]], [[βάση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> ἡ [[ἕδρα]] τοῦ ἵππου, η [[πλάτη]] του αλόγου, πάνω στη οποία κάθεται ο [[αναβάτης]], αυτός που το ιππεύει, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> <i>ἕδραι</i>, τα [[σημεία]] του ορίζοντα στα οποία εμφανίζονται οι οιωνοί, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> η [[κίνηση]] καθίσματος κάποιου, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για [[στάση]], <i>γονυπετεῖς ἕδραι</i>, [[γονάτισμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απραξία]], [[αδράνεια]], [[χρονοτριβή]], [[καθυστέρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ ἕδρας [[ἀκμή]], δεν είναι [[εποχή]] για να αδρανήσει [[κάποιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνεδρίαση]] κάποιου συμβουλίου, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> οπίσθια, [[πρωκτός]], γλουτοί, σε Ηρόδ.
}}
}}