εἰσπέμπω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσπέμπω]] και ἐσπέμπω (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[μέσα]] ή [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] κάποιον σε κάποιον [[άλλο]] εκ μέρους μου<br /><b>3.</b> (για ρήτορες) [[στέλνω]] στο δικαστήριο, [[δίνω]] οδηγίες.
|mltxt=[[εἰσπέμπω]] και ἐσπέμπω (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[μέσα]] ή [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] κάποιον σε κάποιον [[άλλο]] εκ μέρους μου<br /><b>3.</b> (για ρήτορες) [[στέλνω]] στο δικαστήριο, [[δίνω]] οδηγίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παραδίδω]], [[στέλνω]], [[εισφέρω]], [[αφήνω]] κάποιον να μπει, [[επιτρέπω]], σε Ευρ., Θουκ.· [[υποκινώ]] ή [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] όργανα, φορείς, παράγοντες, σε Σοφ.
}}
}}