Anonymous

εἰσπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παραδίδω]], [[στέλνω]], [[εισφέρω]], [[αφήνω]] κάποιον να μπει, [[επιτρέπω]], σε Ευρ., Θουκ.· [[υποκινώ]] ή [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] όργανα, φορείς, παράγοντες, σε Σοφ.
|lsmtext='''εἰσπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παραδίδω]], [[στέλνω]], [[εισφέρω]], [[αφήνω]] κάποιον να μπει, [[επιτρέπω]], σε Ευρ., Θουκ.· [[υποκινώ]] ή [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] όργανα, φορείς, παράγοντες, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπέμπω:''' староатт. [[ἐσπέμπω]]<br /><b class="num">1)</b> посылать (τινὰ δόμους τινός Eur.; [[δύο]] κοτύλας οἴνου τινί Thuc.; πρέσβεις εἰς τὰς Συρακούσας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (коварно) подсылать (μάντιν κακοῦργον Soph.);<br /><b class="num">3)</b> med. принимать (внутрь) (διὰ τοῦ στόματός τι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> противопоставлять (τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον φόβον Plat.).
}}
}}