3,277,172
edits
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμποδιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που [[είναι]] [[εμπόδιο]], που γίνεται για [[παρακώλυση]], [[κωλυσιεργός]]<br /><b>2.</b> ο [[απαγορευτικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμποδιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που [[είναι]] [[εμπόδιο]], που γίνεται για [[παρακώλυση]], [[κωλυσιεργός]]<br /><b>2.</b> ο [[απαγορευτικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμποδιστικός:''' препятствующий, задерживающий Arst. | |||
}} | }} |