Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμποδιστικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμποδιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που [[είναι]] [[εμπόδιο]], που γίνεται για [[παρακώλυση]], [[κωλυσιεργός]]<br /><b>2.</b> ο [[απαγορευτικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμποδιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που [[είναι]] [[εμπόδιο]], που γίνεται για [[παρακώλυση]], [[κωλυσιεργός]]<br /><b>2.</b> ο [[απαγορευτικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποδιστικός:''' препятствующий, задерживающий Arst.
}}
}}