ἐνδέχομαι: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνδέχομαι]]<br />Α και ιων. τ. [[ἐνδέκομαι]])<br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ενδέχεται</i><br />[[είναι]] δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει»)<br /><b>2.</b> (μτχ. ενεστ.) <i>ενδεχόμενος</i><br />αυτός που σύμφωνα με τη [[λογική]] μπορεί να συμβεί, [[πιθανός]] («ενδεχόμενη [[ζημιά]]»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το ενδεχόμενο</i>(<i>ν</i>)<br />πιθανότατα, αυτό που μπορεί να συμβεί («για [[κάθε]] ενδεχόμενο»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ταιριάζει, [[πρέπει]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μπορώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] υποχρεωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[αποδέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]] («ἐνδεξαμένου δέ τὸν λόγον καὶ ὁμολογήσαντος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[πίστη]] σε κάποιον, [[πιστεύω]]<br /><b>4.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[επιτρέπω]] («ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχεται [[ἄλλως]] [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐνδέχομαι]]<br />Α και ιων. τ. [[ἐνδέκομαι]])<br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ενδέχεται</i><br />[[είναι]] δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει»)<br /><b>2.</b> (μτχ. ενεστ.) <i>ενδεχόμενος</i><br />αυτός που σύμφωνα με τη [[λογική]] μπορεί να συμβεί, [[πιθανός]] («ενδεχόμενη [[ζημιά]]»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το ενδεχόμενο</i>(<i>ν</i>)<br />πιθανότατα, αυτό που μπορεί να συμβεί («για [[κάθε]] ενδεχόμενο»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ταιριάζει, [[πρέπει]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μπορώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] υποχρεωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[αποδέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]] («ἐνδεξαμένου δέ τὸν λόγον καὶ ὁμολογήσαντος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[πίστη]] σε κάποιον, [[πιστεύω]]<br /><b>4.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[επιτρέπω]] («ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχεται [[ἄλλως]] [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. <i>-ξομαι</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]] την [[πρωτοβουλία]], «[[παίρνω]] πάνω μου», Λατ. suscipere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακούω]], αφουγκράζομαι [[κάτι]], [[πιστεύω]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσέχω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[δέχομαι]], [[επιτρέπω]], σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι</i>, δεν επιδέχεται [[εξάσκηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, <i>ἐνδέχεται</i>, στον ίδ.· [[κυρίως]] σε μτχ., <i>ἐνδεχόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[πιθανός]], ἐκ [[τῶν]] ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς τρόπους, με όλα τα [[δυνατά]] μέσα, σε Ξεν.· <i>ἐνδέχεται</i>, απρόσ., είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}