Anonymous

ἐνδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. <i>-ξομαι</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]] την [[πρωτοβουλία]], «[[παίρνω]] πάνω μου», Λατ. suscipere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακούω]], αφουγκράζομαι [[κάτι]], [[πιστεύω]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσέχω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[δέχομαι]], [[επιτρέπω]], σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι</i>, δεν επιδέχεται [[εξάσκηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, <i>ἐνδέχεται</i>, στον ίδ.· [[κυρίως]] σε μτχ., <i>ἐνδεχόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[πιθανός]], ἐκ [[τῶν]] ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς τρόπους, με όλα τα [[δυνατά]] μέσα, σε Ξεν.· <i>ἐνδέχεται</i>, απρόσ., είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐνδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. <i>-ξομαι</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]] την [[πρωτοβουλία]], «[[παίρνω]] πάνω μου», Λατ. suscipere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακούω]], αφουγκράζομαι [[κάτι]], [[πιστεύω]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσέχω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[δέχομαι]], [[επιτρέπω]], σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι</i>, δεν επιδέχεται [[εξάσκηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, <i>ἐνδέχεται</i>, στον ίδ.· [[κυρίως]] σε μτχ., <i>ἐνδεχόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[πιθανός]], ἐκ [[τῶν]] ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς τρόπους, με όλα τα [[δυνατά]] μέσα, σε Ξεν.· <i>ἐνδέχεται</i>, απρόσ., είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδέχομαι:''' ион. [[ἐνδέκομαι]]<br /><b class="num">1)</b> принимать, принимать на себя (ταλαιπωρίας Her.): ἐ. ἀπόστασιν [[ἀπό]] τινος Her. выражать готовность отложиться от кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> благосклонно выслушивать, соглашаться, одобрять (λόγους τινός Her., Arph.; τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> выслушивать: ὧν δ᾽ εἵνεκ᾽ [[ἦλθον]], σημανῶ, σὺ δ᾽ ἐνδέχου Eur. я расскажу тебе, зачем пришла, а ты выслушай;<br /><b class="num">4)</b> (воспринимать, допускать: [[μήποτε]] μεταβολὴν καὶ ἡντινοῦν ἐ. Plat. не претерпевать никогда ни малейших изменений; καθ᾽ [[ὅσον]] [[φύσις]] ἐνδέχεται Plat. насколько позволяют природные условия: οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ [[ὕδωρ]] [[εἰπεῖν]] Dem. предоставленное (мне) время не позволит мне рассказать об этом (обстоятельно); 5) преимущ. impers. быть допустимым, возможным: ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Thuc. все то многое, что может случиться; τὸ ἐνδεχόμενον и τὸ ἐνδέχεσθαι Arst. возможность; ζωὴ ἡ ἐνδεχομένη ἀρίστη Arst. возможно более счастливая жизнь; τὰ ἐνδεχόμενα εἶναι καὶ μὴ εἶναι Arst. то, что может быть и чего может не быть, т. е. случайное; τοῖς μὲν ἰδιώταις [[ἔξεστι]], τοῖς δε τυράννοις οὐκ ἐνδέχεται Xen. частным лицам (это) можно, а тираннам нельзя; καθ᾽ или εἰς [[ὅσον]] ἐνδέχεται Plat., [[μέχρις]] οὗ ἐνδέχεται или [[μέχρι]] τοῦ ἐνδεχομένου Arst., ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen., Arst., Diod., ὡς ἐνδέχεται ([[μάλιστα]]) Arst., Polyb., ἐφ᾽ [[ὅσον]] ἐνδέχεται или ἐνδεχόμενον Arst., Diod., εἰς τοὐνδεχόμενον Plut., κατὰ τὸν ἐνδεχόμενον τρόπον Arst. и κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον Diog. L. насколько (только) возможно, по возможности.
}}
}}