3,274,123
edits
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και [[ενιαύσιος]], -ο (AM [[ἐνιαύσιος]], -ία, -ον και [[ἐνιαύσιος]], -ον και δωρ. και βοιωτ. τ. [[ἐνιαύτιος]], -ία, -ον) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]]<br />(α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν», Παπαδ.<br />γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο ἐνιαύσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐορτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («μόσχῳ ένιαυσίῳ», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐνιαύσια</i><br />προσευχές που γίνονταν [[πάνω]] στον τάφο έναν χρόνο [[μετά]] τον θάνατο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἐνιαύσια</i><br />[[κάθε]] χρόνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσίως</i><br />[[κάθε]] χρόνο, ετησίως. | |mltxt=-α, -ο και [[ενιαύσιος]], -ο (AM [[ἐνιαύσιος]], -ία, -ον και [[ἐνιαύσιος]], -ον και δωρ. και βοιωτ. τ. [[ἐνιαύτιος]], -ία, -ον) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]]<br />(α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν», Παπαδ.<br />γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο ἐνιαύσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐορτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («μόσχῳ ένιαυσίῳ», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐνιαύσια</i><br />προσευχές που γίνονταν [[πάνω]] στον τάφο έναν χρόνο [[μετά]] τον θάνατο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἐνιαύσια</i><br />[[κάθε]] χρόνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσίως</i><br />[[κάθε]] χρόνο, ετησίως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνιαύσιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ετήσιος]], ενός έτους (ηλικιακά), [[σῦς]], σε Ομήρ. Οδ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διεξάγεται [[κάθε]] [[έτος]], [[ετήσιος]], σε Ηρόδ.· πληθ. ουδ. γένους ως επίρρ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[κάθε]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο διάρκειας ενός έτους, σε Ευρ., Θουκ.· [[κἀνιαύσιος]] [[βεβώς]], αυτός που έχει φύγει, που απουσιάζει για έναν χρόνο, σε Σοφ. | |||
}} | }} |