Anonymous

ἐνιαύσιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνιαύσιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ετήσιος]], ενός έτους (ηλικιακά), [[σῦς]], σε Ομήρ. Οδ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διεξάγεται [[κάθε]] [[έτος]], [[ετήσιος]], σε Ηρόδ.· πληθ. ουδ. γένους ως επίρρ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[κάθε]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο διάρκειας ενός έτους, σε Ευρ., Θουκ.· [[κἀνιαύσιος]] [[βεβώς]], αυτός που έχει φύγει, που απουσιάζει για έναν χρόνο, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐνιαύσιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ετήσιος]], ενός έτους (ηλικιακά), [[σῦς]], σε Ομήρ. Οδ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διεξάγεται [[κάθε]] [[έτος]], [[ετήσιος]], σε Ηρόδ.· πληθ. ουδ. γένους ως επίρρ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[κάθε]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο διάρκειας ενός έτους, σε Ευρ., Θουκ.· [[κἀνιαύσιος]] [[βεβώς]], αυτός που έχει φύγει, που απουσιάζει για έναν χρόνο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνιαύσιος:''' и<br /><b class="num">1)</b> годовалый, однолетний ([[σῦς]] Hom. и ὗς Arst.): κατελείφθην ἐ. Dem. одного года от роду я остался сиротой;<br /><b class="num">2)</b> длящийся год, годовалый (σπονδαί Thuc.; [[ὁδός]] Xen.; [[χρόνος]] Plat.; ἀρχαί Arst.): ἐ. [[βεβώς]] Soph. отправившись в путь год тому назад;<br /><b class="num">3)</b> ежегодный, годичный ([[ὁρτή]] Her.; πανηγύρεις Arst.).
}}
}}