ενθορυβώ: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)<br />[[θορυβώ]] πολύ κάποιον, [[καταταράζω]] («μῡς... τοῡτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — [[ένας]] [[ποντικός]] τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).
|mltxt=ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)<br />[[θορυβώ]] πολύ κάποιον, [[καταταράζω]] («μῡς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — [[ένας]] [[ποντικός]] τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).
}}
}}

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)
θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῡς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — ένας ποντικός τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).