Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνόλμιος: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(12)
(2)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνόλμιος]] και [[ἔνολμος]], -ον (Α) [[όλμος]]<br />αυτός που κάθεται [[πάνω]] στον τρίποδα, [[μαντικός]] (επίθ. του Απόλλωνος).
|mltxt=[[ἐνόλμιος]] και [[ἔνολμος]], -ον (Α) [[όλμος]]<br />αυτός που κάθεται [[πάνω]] στον τρίποδα, [[μαντικός]] (επίθ. του Απόλλωνος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνόλμιος:''' и [[ἔνολμος]] 2 восседающий на треножнике (эпитет Аполлона) Soph.
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 849] = Folgdm, bei Suid. μαντικός erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόλμιος: -ον, μαντικός, Σοφ. Ἀποσπ. 875 (Ἐτυμ. Μ. 344, 40).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que está en el trípode, e.e., adivino epít. de Apolo, S.Fr.1044, cf. ἔνολμις Phot.ε 997.

Greek Monolingual

ἐνόλμιος και ἔνολμος, -ον (Α) όλμος
αυτός που κάθεται πάνω στον τρίποδα, μαντικός (επίθ. του Απόλλωνος).

Russian (Dvoretsky)

ἐνόλμιος: и ἔνολμος 2 восседающий на треножнике (эпитет Аполлона) Soph.