έντονος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(12) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντονος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει [[ένταση]], [[σφοδρός]] («έντονες αντιδράσεις», «έντονο [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «[[έντονος]] [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ρωμαλέος]], [[νευρώδης]]<br /><b>3.</b> [[ικανός]] («[[ἔντονος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντονος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει [[ένταση]], [[σφοδρός]] («έντονες αντιδράσεις», «έντονο [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «[[έντονος]] [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ρωμαλέος]], [[νευρώδης]]<br /><b>3.</b> [[ικανός]] («[[ἔντονος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἔντονος]]<br />ο [[τόνος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔντονος, -ον)
εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα»)
2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος»)
αρχ.
1. τεντωμένος
2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης
3. ικανός («ἔντονος ῥήτωρ»)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔντονος
ο τόνος.