διάβημα

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάβημα Medium diacritics: διάβημα Low diacritics: διάβημα Capitals: ΔΙΑΒΗΜΑ
Transliteration A: diábēma Transliteration B: diabēma Transliteration C: diavima Beta Code: dia/bhma

English (LSJ)

-ατος, τό, a step across, a step, LXX Jb.31.4: metaph. in plural, διαβήματα, = successive moments, ἡ διακόσμησις τρισὶ διώρισται δ. Dam.Pr. 423.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1paso gener. en plu. κατηύθυνεν τὰ διαβήματά μου LXX Ps.39.3, cf. 139.5, Ib.31.4, Pr.4.12, Porph.in Harm.95.16, Origenes M.17.109C, Gr.Naz.M.35.801C
en sg., Origenes en Cat.Ps.118 Pal.p.358, Pion.V.Polyc.16.
2 fig. plu. momentos sucesivos ἡ ... διακόσμησις τρισὶ διώρισται διαβήμασιν Dam.in Prm.423.
II plomada Hsch.s.u. στάθμη.

Greek (Liddell-Scott)

διάβημα: τό, βῆμα εἰς τὸ πέραν, βῆμα, Ἑβδ. (2 Ψαλμ. 84.13), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το (AM διάβημα)
προσπάθεια, αποφασιστική ενέργεια για την επίτευξη ενός σκοπού
νεοελλ.
«απονενοημένο διάβημα» — πράξη παράλογη που φέρει τον χαρακτήρα της απελπισίας, ιδιαίτερα η αυτοκτονία
αρχ.-μσν.
βήμα («κατεύθυνον, Κύριε, τὰ διαβήματα ἡμῶν, τὰς εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διάβημα, με τη νεώτερη σημασία «ενέργεια», θεωρείται απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. demarche)].

German (Pape)

τό, der Übergang; der Schritt, Sp.