επευφημώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(13) |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐπευφημῶ, -έω)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκφράζω]] με ζητωκραυγές [[επιδοκιμασία]] ή [[αφοσίωση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιδοκιμάζω]] θορυβωδώς, [[δίνω]] τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ | |mltxt=(AM ἐπευφημῶ, -έω)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκφράζω]] με ζητωκραυγές [[επιδοκιμασία]] ή [[αφοσίωση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιδοκιμάζω]] θορυβωδώς, [[δίνω]] τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῖσθαι θ' ἱερῆα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύχομαι]] σε κάποιον [[κάτι]] («νόστον ἐπευφήμησεν ἀκηδέα νισσομένοισιν», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> [[καλώ]] κάποιον με εύφημο όνομα («ἄλλοι δ' ἁβρὸν Ἄδωνιν ἐπευφήμησαν ἀοιδοί», Πρόκλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ευφημώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπευφημῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση
αρχ.-μσν.
1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῖσθαι θ' ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
2. εγκωμιάζω, εξυμνώ
αρχ.
1. εύχομαι σε κάποιον κάτι («νόστον ἐπευφήμησεν ἀκηδέα νισσομένοισιν», Απολλ. Ρόδ.)
2. καλώ κάποιον με εύφημο όνομα («ἄλλοι δ' ἁβρὸν Ἄδωνιν ἐπευφήμησαν ἀοιδοί», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευφημώ].