ευφημώ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐφημῶ, -έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) εύφημος
1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή
3. επαινώ, εγκωμιάζω («εὐφήμησεν αὐτὸν ὁ Ἀγαμέμνων καὶ πολλοὶ τοῦ στρατοῦ», Μαλάλ. Ι.)
μσν.-αρχ.
φωνάζω μεγαλόφωνα για θρίαμβο ή για έπαινο κάποιου, επευφημώ, κραυγάζω σε θρίαμβο («κέλαδον Ἑλλήνων πάρα... ηὐφήμησεν», Αισχύλ.)
1. παθ. εὐφημοῦμαι, -έομαι
α) μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις
β) ονομάζομαι ή αποκαλούμαι με επαινετική ή κολακευτική προσφώνηση
γ) τιμούμαι
2. φρ. «εὐφήμει, εὐφημεῖτε» — σωπάστε, τηρείστε σιγή για αποφυγή κάποιου κακού οιωνού.