ερμαίος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(14)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑρμαῑος, -α, -ον (AM) [[Ερμής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῑος [[λόφος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία<br /><b>4.</b> [[επικερδής]].
|mltxt=ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) [[Ερμής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος [[λόφος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία<br /><b>4.</b> [[επικερδής]].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) Ερμής
μσν.
ωφέλιμος, χρήσιμος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος λόφος»)
2. αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)
3. ονομασία μήνα στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία
4. επικερδής.