3,273,769
edits
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάγωγος]], -ον)<br />αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, [[ευπειθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πείθεται εύκολα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευάγωγο</i><br />η [[ιδιότητα]] του ευαγώγου, του ευπειθούς, [[αυτού]] που έχει καλή [[αγωγή]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλή και επιμελημένη [[αγωγή]], ο [[καλοαναθρεμμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα αποχωρεί από το [[σώμα]] («εὐαγωγότατος [[χυμός]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον Νείλο) ο [[χρήσιμος]], αυτός που παρέχει ευκολίες στο [[εμπόριο]]<br /><b>4.</b> (για [[φωνή]]) αυτός που σύρεται εύκολα<br /><b>5.</b> (για [[άγαλμα]]) αυτός που έχει καλή, ευάρεστη [[μορφή]]<br /><b>6.</b> (για [[έδαφος]] ή για αγρό) α) αυτός που καλλιεργείται εύκολα<br />β) αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] για [[διαμονή]]<br /><b>7.</b> [[άνετος]], [[βολικός]] («εὐάγωγοι ἐνδιαιτήσεις», Φίλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐαγώγως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[πνεύμα]] διευκολύνσεως ή συμβιβασμού<br /><b>2.</b> ευαγώς (<b>βλ.</b> [[ευαγής]] I).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγωγος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i>), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάγωγος]], -ον)<br />αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, [[ευπειθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πείθεται εύκολα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευάγωγο</i><br />η [[ιδιότητα]] του ευαγώγου, του ευπειθούς, [[αυτού]] που έχει καλή [[αγωγή]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλή και επιμελημένη [[αγωγή]], ο [[καλοαναθρεμμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα αποχωρεί από το [[σώμα]] («εὐαγωγότατος [[χυμός]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον Νείλο) ο [[χρήσιμος]], αυτός που παρέχει ευκολίες στο [[εμπόριο]]<br /><b>4.</b> (για [[φωνή]]) αυτός που σύρεται εύκολα<br /><b>5.</b> (για [[άγαλμα]]) αυτός που έχει καλή, ευάρεστη [[μορφή]]<br /><b>6.</b> (για [[έδαφος]] ή για αγρό) α) αυτός που καλλιεργείται εύκολα<br />β) αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] για [[διαμονή]]<br /><b>7.</b> [[άνετος]], [[βολικός]] («εὐάγωγοι ἐνδιαιτήσεις», Φίλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐαγώγως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[πνεύμα]] διευκολύνσεως ή συμβιβασμού<br /><b>2.</b> ευαγώς (<b>βλ.</b> [[ευαγής]] I).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγωγος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i>), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>άγωγος</i>. Το ρ. [[ευάγω]] [[είναι]] πολύ μεταγενέστερο]. | ||
}} | }} |