ευάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάμπελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῑνα τὴν εὐάμπελον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για ωραία αμπέλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άμπελος]]].
|mltxt=[[εὐάμπελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῖνα τὴν εὐάμπελον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για ωραία αμπέλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άμπελος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

εὐάμπελος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῖνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια
3. επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].