ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
εὐάμπελος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῖνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια3. επίθ. του Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].