εριώπης: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριώπης]], ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «[[οφθαλμός]]» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ελίκ</i>-<i>ωψ</i>, <i>μύ</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>)].
|mltxt=[[ἐριώπης]], ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «[[οφθαλμός]]» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό<br />[[πρβλ]]. <i>ελίκ</i>-<i>ωψ</i>, <i>μύ</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκ-ωψ, μύ-ωψ + κατάλ. -ης)].