εὐρύς: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία -ύ (ΑΜ [[εὐρύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει αρκετή ή [[μεγάλη]] [[έκταση]], του οποίου τα [[άκρα]] ή οι πλευρές βρίσκονται σε [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους, [[πλατύς]], [[φαρδύς]]<br /><b>2.</b> διαδεδομένος (α. «ευρεία [[φήμη]]» β. «ευρεία [[αναγνώριση]] της αξίας του» <br />γ) «εὐρὺ [[κλέος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνει [[κάτι]] [[κακό]] («εὐρὺς εἰς βλασφημίαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύς]], [[χοντρός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) <i>εὐρυ</i><br />[[ευρέως]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευρέως]] (ΑΜ εὐρέως)<br />με [[μεγάλη]] [[διάδοση]], πλατιά («διαδίδεται [[ευρέως]] ότι...»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ευρυχωρία]], με [[άνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ετυμολογία]] της λ. παρουσιάζει προβλήματα. Συγγενής τ. το ουσ. [[εύρος]]. Η [[σύνδεση]] τους με τα αρχ. ινδ. <i>uru</i> «[[ευρύς]]», <i>varas</i> «[[ευρύτητα]]» και το αβεστ. <i>vouru</i>- «[[ευρύς]]» και κατ' [[επέκταση]], με τον ΙΕ τ. <i>wrrus</i> (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) «[[ευρύς]]» για το επίθ. και <i>weros</i> ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]) «ευρύ» για το όνομα δεν ερμηνεύει το αρχικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>-. Γι' αυτό συσχετίζεται με ελλ. αρχικό τ. <i>ε</i>-<i>Fρύ</i>-<i>ς</i>, με πρόθεματικό [[φωνήεν]] και μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>ε</i> [[είναι]] [[προϊόν]] μεταθέσεως από αρχικό τ. <i>Fερύς</i>, με απαθή [[βαθμίδα]]. Ως α' συνθετικό η λ. [[ευρύς]] απαντά σε πολυάριθμα [[σύνθετα]], [[πολλά]] από τα οποία μαρτυρούνται από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>ευρής</i> στον τ. <i>ισο</i>-<i>ευρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευρύνω]], <i>ευρύτης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύρυνση]]<br />(Για σύνθ. <b>βλ.</b> <i>ευρυ</i>-)].
|mltxt=-εία -ύ (ΑΜ [[εὐρύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει αρκετή ή [[μεγάλη]] [[έκταση]], του οποίου τα [[άκρα]] ή οι πλευρές βρίσκονται σε [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους, [[πλατύς]], [[φαρδύς]]<br /><b>2.</b> διαδεδομένος (α. «ευρεία [[φήμη]]» β. «ευρεία [[αναγνώριση]] της αξίας του» <br />γ) «εὐρὺ [[κλέος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνει [[κάτι]] [[κακό]] («εὐρὺς εἰς βλασφημίαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύς]], [[χοντρός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) <i>εὐρυ</i><br />[[ευρέως]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευρέως]] (ΑΜ εὐρέως)<br />με [[μεγάλη]] [[διάδοση]], πλατιά («διαδίδεται [[ευρέως]] ότι...»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ευρυχωρία]], με [[άνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ετυμολογία]] της λ. παρουσιάζει προβλήματα. Συγγενής τ. το ουσ. [[εύρος]]. Η [[σύνδεση]] τους με τα αρχ. ινδ. <i>uru</i> «[[ευρύς]]», <i>varas</i> «[[ευρύτητα]]» και το αβεστ. <i>vouru</i>- «[[ευρύς]]» και κατ' [[επέκταση]], με τον ΙΕ τ. <i>wrrus</i> (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) «[[ευρύς]]» για το επίθ. και <i>weros</i> ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]) «ευρύ» για το όνομα δεν ερμηνεύει το αρχικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>-. Γι' αυτό συσχετίζεται με ελλ. αρχικό τ. <i>ε</i>-<i>Fρύ</i>-<i>ς</i>, με πρόθεματικό [[φωνήεν]] και μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>ε</i> [[είναι]] [[προϊόν]] μεταθέσεως από αρχικό τ. <i>Fερύς</i>, με απαθή [[βαθμίδα]]. Ως α' συνθετικό η λ. [[ευρύς]] απαντά σε πολυάριθμα [[σύνθετα]], [[πολλά]] από τα οποία μαρτυρούνται από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>ευρής</i> στον τ. <i>ισο</i>-<i>ευρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευρύνω]], <i>ευρύτης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύρυνση]]<br />(Για σύνθ. <b>βλ.</b> <i>ευρυ</i>-)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύς:''' [[εὐρεῖα]], εὐρύ, Ιων. θηλ. [[εὐρέα]]· γεν. <i>εὐρέος</i>, <i>-είας</i>, <i>-έος</i>· αιτ. ενικ. <i>εὐρύν</i> και <i>εὐρέᾰ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλατύς]], [[φαρδύς]], [[εκτεταμένος]], [[ευρύχωρος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που φθάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], αυτός που απλώνεται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μέγας]], [[κλέος]] εὐρύ, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐλπίδες</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., χρησιμ. [[κυρίως]] το ουδ. <i>εὐρύ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
}}