Anonymous

εὐρύς: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύς:''' [[εὐρεῖα]], εὐρύ, Ιων. θηλ. [[εὐρέα]]· γεν. <i>εὐρέος</i>, <i>-είας</i>, <i>-έος</i>· αιτ. ενικ. <i>εὐρύν</i> και <i>εὐρέᾰ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλατύς]], [[φαρδύς]], [[εκτεταμένος]], [[ευρύχωρος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που φθάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], αυτός που απλώνεται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μέγας]], [[κλέος]] εὐρύ, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐλπίδες</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., χρησιμ. [[κυρίως]] το ουδ. <i>εὐρύ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐρύς:''' [[εὐρεῖα]], εὐρύ, Ιων. θηλ. [[εὐρέα]]· γεν. <i>εὐρέος</i>, <i>-είας</i>, <i>-έος</i>· αιτ. ενικ. <i>εὐρύν</i> και <i>εὐρέᾰ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλατύς]], [[φαρδύς]], [[εκτεταμένος]], [[ευρύχωρος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που φθάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], αυτός που απλώνεται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μέγας]], [[κλέος]] εὐρύ, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐλπίδες</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., χρησιμ. [[κυρίως]] το ουδ. <i>εὐρύ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύς:''' [[εὐρεῖα]] (ион. [[εὐρέα]]), [[εὐρύ]]<br /><b class="num">1)</b> широкий ([[κόλπος]] Hom.; [[τάφρος]] Her.; [[πόρος]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> толстый ([[τεῖχος]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> обширный ([[οὐρανός]] Hom.; [[στρατός]] Hom., Hes.; ποντος Hom., Soph.; [[νῆσος]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> просторный (κόθορνοι Her.; οἰκίαι Xen.);<br /><b class="num">5)</b> широко распространяющийся ([[κλέος]] φόνου Hom.);<br /><b class="num">6)</b> далеко идущий (ἐλπίδες Anth.).
}}
}}