3,274,129
edits
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐχερής]], -ές)<br />αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται [[κάποιος]], αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο [[εύκολος]], ο [[άκοπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και ζώα) α) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]], [[εύκολος]], [[βολικός]]<br />β) [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ενεργεί εύκολα, επιπόλαια, αυτός που έχει ελαστική [[συνείδηση]], ο ηθικά [[ανερμάτιστος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐχερές ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐν εὐχερεῑ [[τίθημι]]» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως εύκολο, δεν [[αποδίδω]] την πρέπουσα [[σημασία]] σε [[κάτι]], το [[παίρνω]] [[ελαφρά]]<br />γ) «τὸ εὐχερές τῶν ὀνομάτων» — η [[ευκολία]] χρήσεως τών ονομάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευχερώς</i> (ΑΜ εὐχερῶς)<br />με [[ευχέρεια]], εύκολα, άνετα, [[άκοπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απερίσκεπτα, ανόητα, επιπόλαια<br /><b>2.</b> [[πρόθυμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐχερῶς ἔχω [[πρός]] τι» — έχω [[κλίση]], [[διάθεση]], [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[είναι]] σύνθετη με α' σύνθ. <i>ευ</i><br />για το β' σύνθ. υπάρχουν ερμηνευτικές δυσχέρειες (<b>[[πρβλ]].</b> το αντίθετο <i>δυσ</i>-<i>χερής</i>). Παραδοσιακά η λ. θεωρήθηκε σύνθετη με β' σύνθ. [[χειρ]], [[αλλά]] τόσο μορφολογικά (θα αναμενόταν [[χειρ]]- [[αντί]] <i>χερ</i>-) όσο και σημασιολογικά η [[ερμηνεία]] αυτή δεν [[είναι]] απόλυτα ικανοποιητική. Κατ' άλλους, το β' σύνθ. της λέξεως ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[χαίρω]]. Θα [[πρέπει]] όμως να υποτεθεί [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>χέρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευμενής]] -[[μένος]]), ενώ όλα τα [[σύνθετα]] του [[χαίρω]] με [[θέμα]] -<i>ς</i> σχηματίζονται με την ασθενή [[βαθμίδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>περι</i>-<i>χαρής</i> <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐχερής]], -ές)<br />αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται [[κάποιος]], αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο [[εύκολος]], ο [[άκοπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και ζώα) α) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]], [[εύκολος]], [[βολικός]]<br />β) [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ενεργεί εύκολα, επιπόλαια, αυτός που έχει ελαστική [[συνείδηση]], ο ηθικά [[ανερμάτιστος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐχερές ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐν εὐχερεῑ [[τίθημι]]» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως εύκολο, δεν [[αποδίδω]] την πρέπουσα [[σημασία]] σε [[κάτι]], το [[παίρνω]] [[ελαφρά]]<br />γ) «τὸ εὐχερές τῶν ὀνομάτων» — η [[ευκολία]] χρήσεως τών ονομάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευχερώς</i> (ΑΜ εὐχερῶς)<br />με [[ευχέρεια]], εύκολα, άνετα, [[άκοπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απερίσκεπτα, ανόητα, επιπόλαια<br /><b>2.</b> [[πρόθυμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐχερῶς ἔχω [[πρός]] τι» — έχω [[κλίση]], [[διάθεση]], [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[είναι]] σύνθετη με α' σύνθ. <i>ευ</i><br />για το β' σύνθ. υπάρχουν ερμηνευτικές δυσχέρειες (<b>[[πρβλ]].</b> το αντίθετο <i>δυσ</i>-<i>χερής</i>). Παραδοσιακά η λ. θεωρήθηκε σύνθετη με β' σύνθ. [[χειρ]], [[αλλά]] τόσο μορφολογικά (θα αναμενόταν [[χειρ]]- [[αντί]] <i>χερ</i>-) όσο και σημασιολογικά η [[ερμηνεία]] αυτή δεν [[είναι]] απόλυτα ικανοποιητική. Κατ' άλλους, το β' σύνθ. της λέξεως ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[χαίρω]]. Θα [[πρέπει]] όμως να υποτεθεί [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>χέρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευμενής]] -[[μένος]]), ενώ όλα τα [[σύνθετα]] του [[χαίρω]] με [[θέμα]] -<i>ς</i> σχηματίζονται με την ασθενή [[βαθμίδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>περι</i>-<i>χαρής</i> <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐχερής:''' -ές ([[χείρ]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που χειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, αυτός που αντιμετωπίζεται εύκολα, [[εύκολος]], [[ακίνδυνος]]· <i>εὐχερές ἐστι</i>, με απαρ., σε Βατραχομ.· πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ [[ἔθου]], τα πήρες [[ελαφρά]], αψήφιστα, δεν τους έδωσες [[προσοχή]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, ευκολομεταχείριστος, [[συμβιβαστικός]], [[ενδοτικός]], [[αγαθός]], [[καλόβολος]], [[υποχωρητικός]], σε Σοφ.· επίρρ. [[εὐχερῶς]] φέρειν, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |