εὐχερής

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχερής Medium diacritics: εὐχερής Low diacritics: ευχερής Capitals: Bold textΕΥΧΕΡΗΣ
Transliteration A: eucherḗs Transliteration B: eucherēs Transliteration C: efcheris Beta Code: eu)xerh/s

English (LSJ)

εὐχερές,
A tolerant of evil or indifferent to evil, unpleasantness or inaccuracy, not squeamish, ἡ ὗς εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν ζῴων ἐστίν Arist.HA595a18; οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8, cf. Aristopho 12.5, S.Ph.519, 875; of lizard eaters, λίαν εὐχερεῖς Menesth. ap. Orib.2.68.13; εὐχερὴς βίος of the swineherd, Pl.Plt. 266d; τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων the loose use of names, Id.Tht.184c. Adv. εὐχερῶς, φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. Glossariait over, Id.R. 474e, cf. Tht.154b; εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν Arist. Pol.1338b21; -ρῶς ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται Pl.R. 535e: Comp. εὐχερέστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.Lac.2.5; ἄλλο μικρῷ μεῖζον εὐχερέστερον κινοῦσιν more readily, with fewer qualms, Arist. Pol.1307b5, cf. Din. 1.55.
2 unscrupulous, reckless, D.21.103, Arist.Metaph.1025a2. Adv. εὐχερῶς = heedlessly, recklessly, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70, cf. 264.
II indifferent to danger or suffering, cool, unconcerned, unflinching, τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα.. εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί cool and efficient in individual fighting, Plb.4.8.9; εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46 (cf. εὐχέρεια ΙΙ). Adv. εὐχερῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν = drank the hemlock coolly and good-humouredly, Pl.Phd. 117c.
III easy, εὐχερές ἐστι = it is easy c. inf., Batr.62; τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87: Comp., ib.108. Adv. εὐχερῶς, νόσου γινομένης εὐχερῶς ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115, cf. PLond.2.401.24 (ii B.C.): Sup. εὐχερέστατα, τρέπονται (sc. εἰς φυγήν) D.S.31.38.
2 σπασμοὶ εὐχερέες, i.e. not dangerous, Hp. Prorrh.1.119 (cf. Gal.16.773); cf. εὐήθης 1.3.
3 c. dat., suitable, adapted, θάλασσα… μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ. App.BC2.84.

German (Pape)

[Seite 1109] ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ παράβολος Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς ἀνήρ comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῦτα δαήμεναι Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmütig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – ζῷον πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; θάλασσα εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προσδέξεσθαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. facile à manier, maniable, dont on peut venir à bout ; en parl. de pers. serviable, obligeant, sociable;
II. facile, aisé : τι ἐν εὐχερεῖ τίθεσθαι SOPH regarder qch comme facile;
III. p. ext. qui se laisse aller à d'ord. en mauv. part :
1 enclin à : πρός τι à qch (passion, colère, etc.);
2 abs. qui se laisse aller, insouciant, négligent;
3 au mor. relâché, sans scrupules.
Étymologie: εὖ, χείρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐχερής:
1 легко склоняющийся, податливый (πρὸς ὀργήν Plut.);
2 уступчивый, сговорчивый (sc. ἄνθρωπος Arst.): ὅρα σὺ μὴ νῦν τις εὐ. παρῇς Soph. смотри, не проявляй теперь (чрезмерной) уступчивости;
3 легко приспособляющийся, искусно использующий (τῆς πολεμικῆς χρείας Polyb.);
4 неразборчивый (πρὸς πᾶσαν τροφήν Arst.);
5 легкий, беззаботный (βίος Plat.);
6 искусный, ловкий (εὐ. χαὶ πανοῦργος φύσις Plut.);
7 распущенный, легкомысленный (μιαρὸς καὶ λίαν εὐ. Plut.);
8 легкий, доступный (ταῦτα δαήμεναι εὐχερές ἐστιν Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχερής: -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, εὔκολος, ἀκίνδυνος, οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· βίος Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα ταῦτα ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ εὔκολος οὗτος τρόπος τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, ἐνδοτικός, αὐτάρκης, ὑποχωρῶν, ἀγαθός, Σοφ. Φιλ. 519· οὕτως... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. ἐπιτήδειος, ἱκανός, ἄξιος, καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ῥᾳδιουργός, ὁ εὐκόλως καὶ ἀσυστόλως πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐχερής, -ές)
αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος
μσν.
ικανός σε κάτι
αρχ.
1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός
β) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός
2. (με κακή σημ.) αυτός που ενεργεί εύκολα, επιπόλαια, αυτός που έχει ελαστική συνείδηση, ο ηθικά ανερμάτιστος
3. φρ. α) «εὐχερές ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐν εὐχερεῖ τίθημι» — θεωρώ κάτι ως εύκολο, δεν αποδίδω την πρέπουσα σημασία σε κάτι, το παίρνω ελαφρά
γ) «τὸ εὐχερές τῶν ὀνομάτων» — η ευκολία χρήσεως τών ονομάτων.
επίρρ...
ευχερώς (ΑΜ εὐχερῶς)
με ευχέρεια, εύκολα, άνετα, άκοπα
αρχ.
1. απερίσκεπτα, ανόητα, επιπόλαια
2. πρόθυμα
3. φρ. «εὐχερῶς ἔχω πρός τι» — έχω κλίση, διάθεση, τάση προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι σύνθετη με α' σύνθ. ευ
για το β' σύνθ. υπάρχουν ερμηνευτικές δυσχέρειες (πρβλ. το αντίθετο δυσ-χερής). Παραδοσιακά η λ. θεωρήθηκε σύνθετη με β' σύνθ. χειρ, αλλά τόσο μορφολογικά (θα αναμενόταν χειρ- αντί χερ-) όσο και σημασιολογικά η ερμηνεία αυτή δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Κατ' άλλους, το β' σύνθ. της λέξεως ανάγεται στη ρίζα του χαίρω. Θα πρέπει όμως να υποτεθεί απαθής βαθμίδα χέρος (πρβλ. ευμενής -μένος), ενώ όλα τα σύνθετα του χαίρω με θέμα -ς σχηματίζονται με την ασθενή βαθμίδα (πρβλ. περι-χαρής κ.ά.)].

Greek Monotonic

εὐχερής: -ές (χείρ),
1. αυτός που χειρίζεται κάποιος εύκολα, αυτός που αντιμετωπίζεται εύκολα, εύκολος, ακίνδυνος· εὐχερές ἐστι, με απαρ., σε Βατραχομ.· πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, τα πήρες ελαφρά, αψήφιστα, δεν τους έδωσες προσοχή, σε Σοφ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ευκολομεταχείριστος, συμβιβαστικός, ενδοτικός, αγαθός, καλόβολος, υποχωρητικός, σε Σοφ.· επίρρ. εὐχερῶς φέρειν, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν.
3. με αρνητική σημασία, ανόητος, απερίσκεπτος, σε Δημ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐ-χερής, ές [χείρη]
1. easily handled, easy to deal with, easy, εὐχερές ἐστι, c. inf., Batr.; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου didst make light of them, Soph.:—adv. -ρῶς, Soph.
2. of persons, manageable, accommodating, kind, yielding, Soph.:—adv., εὐχερῶς φέρειν Plat., etc.; comp. -έστερον, Xen.
3. in bad sense, unscrupulous, reckless, Dem.:—adv. -ρῶς, Dem.

Frisk Etymology German

εὐχερής: {eukherḗs}
See also: s. δυσχερής.
Page 1,595

English (Woodhouse)

obliging, rash, reckless, easy to deal with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εὔκολος, ἐπιδέξιος). Ἀπό τό εὖ + χείρ.
Παράγωγα: εὐχέρειαεὐχειρία (=ἐπιδεξιότητα).

Translations

easy

Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل‎; Egyptian Arabic: سهل‎; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: makkelijk, gemakkelijk; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: facile, simple, fastoche, aisé; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: leicht, einfach; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: εύκολος; Ancient Greek: εὐμαρής, εὐπετής, εὔκολος, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל‎, פָּשׁוּט‎; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: facile; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: facilis; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای‎‎; Persian: آسان‎, راحت‎; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: fácil; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: лёгкий, простой; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: fácil; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان‎, سرل‎; Uyghur: ئاسان‎, ئوڭاي‎; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג‎; Zazaki: rehat