ἠχέτης: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχέτης]] και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, [[βουερός]], [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> [[καλλίφωνος]], [[οξύφωνος]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠχέτα]] [[τέττιξ]]» — ο [[θορυβώδης]] [[τζίτζικας]], που τερετίζει (<b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως ουσ. [[κατά]] παράλ. του [[τέττιξ]]) ο [[αρσενικός]] [[τζίτζικας]] («ἡνίκ' ἄν [[ἀχέτας]] ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>ηχώ</i> (ή <i>ηχή</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευν</i>-[[έτης]], <i>οφειλ</i>-[[έτης]])].
|mltxt=[[ἠχέτης]] και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, [[βουερός]], [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> [[καλλίφωνος]], [[οξύφωνος]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠχέτα]] [[τέττιξ]]» — ο [[θορυβώδης]] [[τζίτζικας]], που τερετίζει (<b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως ουσ. [[κατά]] παράλ. του [[τέττιξ]]) ο [[αρσενικός]] [[τζίτζικας]] («ἡνίκ' ἄν [[ἀχέτας]] ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>ηχώ</i> (ή <i>ηχή</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευν</i>-[[έτης]], <i>οφειλ</i>-[[έτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠχέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], <i>ἀχέτᾰ</i> ([[ἠχέω]]), αυτός που ακούγεται [[καθαρά]], [[εύηχος]], [[οξύφωνος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]], το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., [[ἀχέτας]], <i>ὁ</i>, το [[αρσενικό]] [[τζιτζίκι]], σε Αριστοφ.
}}
}}