Anonymous

ἠχέτης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠχέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], <i>ἀχέτᾰ</i> ([[ἠχέω]]), αυτός που ακούγεται [[καθαρά]], [[εύηχος]], [[οξύφωνος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]], το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., [[ἀχέτας]], <i>ὁ</i>, το [[αρσενικό]] [[τζιτζίκι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἠχέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], <i>ἀχέτᾰ</i> ([[ἠχέω]]), αυτός που ακούγεται [[καθαρά]], [[εύηχος]], [[οξύφωνος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]], το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., [[ἀχέτας]], <i>ὁ</i>, το [[αρσενικό]] [[τζιτζίκι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχέτης:''' ου, дор. ἀχέτᾱς (ᾱχ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> громко поющий ([[Λίνος]] Pind.; [[κύκνος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> певучий, звонкий ([[δόναξ]] Aesch.).<br />дор. ἀχέτᾱς ὁ кузнечик Arph.
}}
}}