3,270,803
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠχέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], <i>ἀχέτᾰ</i> ([[ἠχέω]]), αυτός που ακούγεται [[καθαρά]], [[εύηχος]], [[οξύφωνος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]], το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., [[ἀχέτας]], <i>ὁ</i>, το [[αρσενικό]] [[τζιτζίκι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἠχέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], <i>ἀχέτᾰ</i> ([[ἠχέω]]), αυτός που ακούγεται [[καθαρά]], [[εύηχος]], [[οξύφωνος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]], το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., [[ἀχέτας]], <i>ὁ</i>, το [[αρσενικό]] [[τζιτζίκι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠχέτης:''' ου, дор. ἀχέτᾱς (ᾱχ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> громко поющий ([[Λίνος]] Pind.; [[κύκνος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> певучий, звонкий ([[δόναξ]] Aesch.).<br />дор. ἀχέτᾱς ὁ кузнечик Arph. | |||
}} | }} |