θυμοκράτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμοκράτωρ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που κυριαρχεί [[πάνω]] στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-[[κράτωρ]], <i>κλειδο</i>-[[κράτωρ]]].
|mltxt=[[θυμοκράτωρ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που κυριαρχεί [[πάνω]] στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-[[κράτωρ]], <i>κλειδο</i>-[[κράτωρ]]].
}}
}}

Revision as of 09:49, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοκράτωρ: -ορος, ὁ, ὁ κρατῶν τοῦ θυμοῦ, Θ. Λασκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

θυμοκράτωρ, ὁ (Μ)
αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο-κράτωρ, κλειδο-κράτωρ].