θηριόστερνος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηριόστερνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[καρδιά]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρύ</i>-<i>στερνος</i>, <i>λασιό</i>-<i>στερνος</i>].
|mltxt=[[θηριόστερνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[καρδιά]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]]), [[πρβλ]]. <i>ευρύ</i>-<i>στερνος</i>, <i>λασιό</i>-<i>στερνος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

θηριόστερνος: -ον, ἔχων στέρνον θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.

Greek Monolingual

θηριόστερνος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καρδιά θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ-στερνος, λασιό-στερνος].