ἱππόβροτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόβροτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἱππόβροτοι]] ὠδῑνες» — οι πόνοι, οι [[ωδίνες]] από τις οποίες γεννήθηκε [[ίππος]] και [[άνθρωπος]], ο [[Πήγασος]] και ο Χρυσάωρ (<b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]»].
|mltxt=[[ἱππόβροτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἱππόβροτοι]] ὠδῖνες» — οι πόνοι, οι [[ωδίνες]] από τις οποίες γεννήθηκε [[ίππος]] και [[άνθρωπος]], ο [[Πήγασος]] και ο Χρυσάωρ (<b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:53, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 1259] pferdemenschlich, ὠδῖνες Lycophr. 842, einen Menschen, den Chrysaor, u. ein Pferd, den Pegasus gebärend.

Greek Monolingual

ἱππόβροτος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόβροτοι ὠδῖνες» — οι πόνοι, οι ωδίνες από τις οποίες γεννήθηκε ίππος και άνθρωπος, ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + βροτός «θνητός»].