ιππόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («[[ἱππόκροτος]] [[ὁδός]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κρότος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>, <i>ποσσί</i>-<i>κροτος</i>].
|mltxt=[[ἱππόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («[[ἱππόκροτος]] [[ὁδός]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κρότος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), [[πρβλ]]. <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>, <i>ποσσί</i>-<i>κροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνό-κροτος, ποσσί-κροτος].